- γιδοβοσκή
- η1. η χλόη και τα χόρτα τα οποία βόσκουν οι γίδες2. τόπος κατάλληλος για τη βοσκή γιδιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γιδοβοσκή — η τόπος κατάλληλος για βοσκή γιδιών: Ο τσοπάνης έψαχνε να βρει τις κατάλληλες γιδοβοσκές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιπόλιον — αἰπόλιον, το (Α) [αἰπόλος] 1. αγέλη αιγών 2. μέρος όπου βόσκουν κατσίκες, γιδοβοσκή, γιδοτόπι … Dictionary of Greek
γίδα — η η κατσίκα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού γίδι*. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. γίδινος (Μ γιδινός) νεοελλ. γιδάρης και γιδάς, γιδήσιος, γιδιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγριόγιδα, γιδοβοσκή, γιδοβοσκός, γιδοβυζάστρα και γιδοβύζι, γιδόγραικο (και γραίκι και γρεκο και γρέκι) … Dictionary of Greek
γιδότοπος — ο τόπος κατάλληλος για να βόσκουν γίδια, γιδοβοσκή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)